πολύκλωνος

πολύκλωνος
-η, -ο
1. αυτός που έχει πολλούς κλώνους, πολύκλαδος.
2. για κλωστή, αυτή που αποτελείται από πολλές λεπτότερες κλωστές: Πολύκλωνο νήμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύκλωνος — with many branches masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκλωνος — η, ο / πολύκλωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς κλώνους, πολλά κλαδιά νεοελλ. 1. βιολ. χαρακτηρισμός ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και επίσης ειδικών αντισωμάτων… …   Dictionary of Greek

  • πολυκλωνότερον — πολύκλωνος with many branches adverbial comp πολύκλωνος with many branches masc acc comp sg πολύκλωνος with many branches neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκλωνον — πολύκλωνος with many branches masc/fem acc sg πολύκλωνος with many branches neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”